- νικέλωμα
- τοεπικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, επινικέλωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νικελώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νικέλωμα — το, ατος βλ. νικέλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νικέλωση — η [νικελώνω] νικέλωμα … Dictionary of Greek
επινικέλωση — η η εργασία της επικάλυψης μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα από νικέλιο που πραγματοποιείται σε ηλεκτρολυτικό λουτρό, το νικέλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)